ιεροτελεστικός

ιεροτελεστικός
η , όν священнодейственный; обрядовый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ιεροτελεστικός" в других словарях:

  • ιεροτελεστικός — ή, ό (Μ ἱεροτελεστικός, ή, όν) [ιεροτελεστία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεροτελεστία, ιερουργικός 2. ο κατάλληλος για τέλεση ιεροπραξιών. επίρρ... ιεροτελεστικώς και ά νεοελλ. με ιεροτελεστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ιεροτελεστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στην ιεροτελεστία ή έχει τα χαρακτηριστικά της: Ιεροτελεστικές κινήσεις. – Ιεροτελεστικός τρόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιερουργικός — ή, ό επίρρ. ά ιεροτελεστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»